αμαυροβιος

αμαυροβιος
    ἀμαυρόβιος
    ἀμαυρό-βιος
    2
    живущий во тьме
    

(ἄνδρες Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αμαυροβιος" в других словарях:

  • αμαυρόβιος — ἀμαυρόβιος, ον (Α) αυτός που ζει στο σκοτάδι, άσημος, αφανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαυρός + βίος] …   Dictionary of Greek

  • ἀμαυρόβιοι — ἀμαυρόβιος living in darkness masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμαυρός — ἀμαυρός, ά, όν (AM) θαμπός, σκοτεινός μσν. (το ουδέτερο ως επίρρημα) ἀμαυρόν αδύναμα, εξασθενημένα αρχ. 1. αυτός που φαίνεται με δυσκολία, θαμπός, αμυδρός, σκιώδης 2. αυτός που φέγγει θαμπά, σκοτεινός, θαμπός 3. αυτός που δεν έχει φως, άφεγγος,… …   Dictionary of Greek

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»